- υπεραρπακτικός
- -ή, -ό, Ντο ουδ. ως ουσ. το υπεραρπακτικό(βιολ.-οικολ.) ζωικό είδος που τρέφεται με όλα τα άλλα αρπακτικά είδη, ενώ το ίδιο δεν αποτελεί λεία άλλου είδους, όπως είναι λ.χ. τα μεγάλα αρπακτικά πτηνά, ο φυσητήρας ή ο άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + αρπακτικός. Η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. superpredateur].
Dictionary of Greek. 2013.